- ἁλιρραίστης
- ἁλιρ-ραίστης, ὁ, ([etym.] ῥαίω)A ravening in the sea,
δράκων Nic.Th.828
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δράκων Nic.Th.828
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιρραίστης — ἁλιρραίστης, ο (Α) αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * + ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
ἁλιρραίστην — ἁλιρραίστης ravening in the sea masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)